- παρεξισώ
- -όω, ΜΑ [εξισώ]1. βάζω κάτι κοντά σε κάτι άλλο ως ίσο, κατατάσσω στην ίδια τάξη2. αντιπαραβάλλω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεξισῶ — παρεξισόω place beside as equal pres subj act 1st sg παρεξισόω place beside as equal pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)